βιοφθορά

βιοφθορά
Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει γενικά τη φθοροποιό δράση των οργανισμών σε διάφορα υλικά. Σε άλλες περιπτώσεις η δράση αυτή είναι χρήσιμη, ενώ σε άλλες είναι πιθανό να προκαλέσει εκτεταμένες βλάβες σε σημαντικές ανθρώπινες κατασκευές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιοφθόρα — βιοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”