- βιοφθορά
- Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει γενικά τη φθοροποιό δράση των οργανισμών σε διάφορα υλικά. Σε άλλες περιπτώσεις η δράση αυτή είναι χρήσιμη, ενώ σε άλλες είναι πιθανό να προκαλέσει εκτεταμένες βλάβες σε σημαντικές ανθρώπινες κατασκευές.
Dictionary of Greek. 2013.